Dictionary of Greek. 2013.
υπείσδυση — η, Ν υπεισέλευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπεισδύω. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπείσδυσις, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
υπεσδύω — Α βλ. ὑπεισδύω … Dictionary of Greek