υπεισδύω

υπεισδύω
ὑπεισδύω ΝΜΑ, και ὐπεισδύνω και ὑπεσδύω Α [εισδύω]
εισδύω, εισέρχομαι κάπου κρυφά, υπεισέρχομαι
αρχ.
μεσ. ὑπεισδύομαι
εισέρχομαι λίγο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υπείσδυση — η, Ν υπεισέλευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπεισδύω. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπείσδυσις, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • υπεσδύω — Α βλ. ὑπεισδύω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”